τανταλούμαι

τανταλούμαι
-όομαι, Α
τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”